- μίσγω
- μίγνυμιmixpres subj act 1st sgμίγνυμιmixpres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μίσγω — (Α) βλ. μιγνύω … Dictionary of Greek
μιγνύω — και μειγνύω (ΑΜ μείγνυμι και μίγνυμ.ι και μειγνύω και μιγνύω και μίγω. Α και σμιγνύω και μίσγω) ανακατεύω, συγχωνεύω, ζυμώνω, συμφύρω αρχ. 1. (με εχθρική σημασία) εμπλέκω σε φιλονικία ή διχόνοια, συμπλέκω 2. φέρνω κάποιον σε επαφή ή σε σχέση με… … Dictionary of Greek
mei-k̂- (and mei-ĝ-?) (*mei-ĝh-) — mei k̂ (and mei ĝ ?) (*mei ĝh ) English meaning: to mix, stir Deutsche Übersetzung: “mischen” Grammatical information: also mei : mi ek̂ , mi n ek̂ ; Präsensstämme also with so , sk̂o ; Material: O.Ind. mēkṣ a yati,… … Proto-Indo-European etymological dictionary
месить — мешу, мешать, укр. мiсити, блр. месiць, ст. слав. мѣсити, мѣшѫ συγκιρνᾶν miscēre , болг. меся мешу, мешаю , сербохорв. миjѐсити, ми̏jеси̑м, словен. mẹsiti, чеш. misiti месить , слвц. miеsit᾽, польск. miesic, mieszę, в. луж. měsyc месить , н.… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
αναμίσγω — ἀναμίσγω (Α) ποιητ. και ιων. τ. τού ἀναμιγνύω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + μίσγω (< *μίκσκω < *μίγ σκω) «αναμειγνύω»] … Dictionary of Greek
δύω — και δύνω (Α δύω και δύνω) 1. (για ήλιο, αστέρια) βυθίζομαι στον ορίζοντα, βασιλεύω («ἠέλιος μὲν ἔδυ», Ιλ. Ι) 2. αφανίζομαι, παρακμάζω, ξεπέφτω («έδυσε το μεγαλείο τής Ρώμης») αρχ. 1. φθάνω, πηγαίνω μέσα σε κάτι 2. (για χώρα, τόπο) εισέρχομαι,… … Dictionary of Greek
επιμίσγω — ἐπιμίσγω (Α) 1. επικοινωνώ, συναναστρέφομαι («παρ’ ἀλλήλους ἐπιμισγόντων», Θουκ.) 2. έρχομαι σε σαρκική επαφή 3. (για τόπο) πλησιάζω («οὐδέ ποτ’ ἐς βουλήν ἐπιμίσγεται οὐδ’ ἐπὶ δαῑτας», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μίσγω, παράλλ. αρχαιότερος τ.… … Dictionary of Greek
καταμίσγω — (Α) καταμείγνυμι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μίσγω, μεταπλασμένος τ. τού μείγνυμι] … Dictionary of Greek
λίσγος — ο (Α λίσγος) είδος σκαλιστηριού, αξίνα, σκαπάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχ. τ. *λίσγος μαρτυρείται μόνο έμμεσα στο υποκοριστικό λισγάριον. Ο τ. είναι αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < *λίγσκος (πρβλ. μίσγω < *μίγσκω), οπότε και συνδέεται με λατ. ligō, ōnis… … Dictionary of Greek
μεταμίσγω — (Α) αναμιγνύω κάτι με κάτι άλλο, ανακατώνω μαζί με άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + μίσγω, μεταπλασμένος τ. τού μίγνυμι] … Dictionary of Greek